Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025

Εγώ και η Amiga

Ήταν το πρώτο διήμερο του Δεκέμβρη του 1985 αλλά και η τελευταία ημέρα του Νοέμβρη. Το τριήμερο αυτό (30/11-2/12), η τότε αντιπροσωπία της Commodore στην Ελλάδα, η Memox, διοργάνωσε σε μία αίθουσα του Hilton το 2ο Ελληνικό Commodore Computer Show. Ως computer freak της εποχής - κάτοχος Commodore 64 εκείνο τον καιρό - αλλά και Παγκρατιώτης, ήταν αυτονόητη η επιλογή της επίσκεψης της έκθεσης. Έτσι, το πρωί της πρώτης ημέρας (Σάββατο 30/11) συναντήθηκα με τον φίλο και συμμαθητή μου Γιώργο Κ. που ήταν επίσης κάτοχος Commodore 64, και κατηφορίσαμε προς το Hilton.

Η έκθεση ήταν μεγάλη, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε σε εμάς. Υπήρχαν, αναμενόμενα, πάρα πολλοί Commodore 64, που έτρεχαν από εκπαιδευτικά μέχρι και επαγγελματικά προγράμματα και, φυσικά, παιχνίδια. Υπήρχαν αρκετοί "επαγγελματικοί" υπολογιστές της σειράς PET, αλλά και ο (τότε) ολοκαίνουριος Commodore 128, ο οποίος έτρεχε software του... Commodore 64! Πού να φανταζόμασταν τότε ότι 40 χρόνια αργότερα πρακτικά, αν έψαχνε κάποιος προγράμματα για να τρέξει στο μηχάνημα, πάλι στην software library toy 64άρη θα απευθυνόταν...

Αφού ρίξαμε μια γρήγορη ματιά στα διάφορα εκθέματα, μας τράβηξε την προσοχή η δυνατή μουσική από ένα stand στο οποίο βρισκόταν ένας Commodore 64 με έγχρωμο monitor C1702 και disk drive C1541. Ο υπολογιστής έτρεχε ένα παιχνίδι που τότε το βλέπαμε για πρώτη φορά, το G.I. Joe. Η παραγωγή αυτή της τότε κραταιάς Epyx είχε κυκλοφορήσει απ' ότι μαθαίναμε πολύ πρόσφατα, και ήταν ένα εντυπωσιακότατο showcase των δυνατοτήτων του 64άρη. Απλωνόταν σε 2 πλευρές δισκέτας και ήταν ένα multipart παιχνίδι, χωρισμένο σε απλά subgames, στο οποίο ο παίκτης αναλάμβανε την πλευρά του G.I. Joe απέναντι στην απεχθή τρομοκρατική οργάνωση Cobra. Αν και δεν διεκδικούσε κάποιο βραβείο "ψαγμένου" gameplay, το G.I. Joe διέθετε στο παλμαρέ του όλα τα στοιχεία που χρειαζόταν για να εντυπωσιάσει: πολλά διαφορετικά locations, πανέμορφα γραφικά, υπέροχη μουσική (το SID "έσπερνε") και, φαινομενικά τουλάχιστον, μεγάλη ποικιλία στο gameplay. Καθώς ούτε εγώ αλλά ούτε και ο φίλος μου διαθέταμε disk drive, μείναμε για ώρα να παρακολουθούμε με δέος αλλά και καημό το ολοκαίνουριο παιχνίδι της Epyx, ελπίζοντας ότι κάποτε θα βρίσκαμε τον τρόπο να το απολαύσουμε και στους δικούς μας 64άρηδες.

Σε κάποια στιγμή τις σκέψεις μας διέκοψε ένας δυνατός, επαναλαμβανόμενος ήχος, που συνοδεύτηκε από κάποια επιφωνήματα έκπληξης. Προχωρήσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη προς την πηγή του θορύβου, όπου και αντικρίσαμε μια μικρή ομάδα 3-4 ατόμων γύρω από ένα stand με κάποιον υπολογιστή. Χωθήκαμε κι εμείς ανάμεσά τους και διαπιστώσαμε ότι υπαίτιος για αυτό το επαναλαμβανόμενο ηχητικό εφέ ήταν ένας πολύ κομψός και ολοκαίνουριος υπολογιστής, τον οποίο βλέπαμε από κοντά για πρώτη φορά: ήταν η περίφημη Amiga 1000, την οποία γνωρίζαμε από τις φωτογραφίες που είχαμε δει στο Pixel αλλά και σε διάφορα άλλα περιοδικά του εξωτερικού, και έτρεχε ένα πρόγραμμα που έμελλε να συνδεθεί αλληλένδετα με την πλατφόρμα στο μέλλον, το Boing Ball demo. Προφανώς, ό,τι εκτυλισσόταν επί της οθόνης ήταν εντυπωσιακότερο από τους ήχους που ακούγονταν, αλλά ακόμα και αυτοί σε προδιέθεταν για ένα sound synthesizer με δυνατότητες τουλάχιστον εφάμιλλες του (τότε κορυφαίου) SID. Πλέον, 40 ολόκληρα χρόνια αργότερα, και έχοντας δει το Boing Ball demo σε οποιαδήποτε πιθανή ή απίθανη 8 ή 16bit πλατφόρμα, αδυνατώ να κατανοήσω τι ακριβώς μας φαινόταν τόσο εντυπωσιακό τότε. Ούτε τα άπειρα χρώματα έχει, ούτε τόσο ασύλληπτο animation, ωστόσο, εν έτει 1985, άφηνε... παγωτό όσους το έβλεπαν. Και εμάς, μεταξύ τους, φυσικά...

Κι όμως, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο σοκ που πάθαμε παρακολουθώντας το 2ο - και τελευταίο, όπως αποδείχθηκε - πρόγραμμα που έτρεξαν οι άνθρωποι της Memox στην Amiga 1000. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι αυτή τη φορά, και μάλιστα ένα παιχνίδι το οποίο ήταν μεγάλο hit μεταξύ των Commodoreάδων εκείνα τα χρόνια, το περίφημο One on One της Electronic Arts, στο οποίο ο Dr. J (Julius Erving) αναμετρούταν με τον ξανθομάλλη μυστακοφόρο εκ French Lick, Indiana, τον ένα και μοναδικό Larry Bird. Η έκδοση της Amiga ήταν πρακτικά η ίδια με αυτή του 64άρη, αλλά με μία οφθαλμοφανέστατη διαφορά: τα γραφικά. Εκεί όπου, πρακτικά, το παιχνίδι που άπαντες γνωρίζαμε μέχρι τότε ήταν σχεδόν ασπρόμαυρο, στην Amiga βλέπαμε έναν οργασμό χρωμάτων: ο Larry Bird ήταν όντως ξανθός και φορούσε λευκή-πράσινη στολή (Boston Celtics), ο Dr. J ήταν όντως μαύρος με κόκκινα-άσπρα ρούχα (Philadelphia 76ers) και το παρκέ δεν ήταν σκέτο μαύρο, αλλά ήταν... παρκέ! Ναι, αυτό που έχουν τα γήπεδα μπάσκετ, από ξύλο. Να υπενθυμίσω ότι το 1985 δεν ήταν και τόσο αυτονόητο ότι τα γραφικά των υπολογιστών μπορούσαν να απεικονίσουν αυτό που βλέπαμε με τα μάτια μας στον έξω κόσμο. Η Amiga έδειχνε να το πλησιάζει, κι αυτό ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση. Πού να είχαμε δει δηλαδή και το Defender of the Crown, που κυκλοφόρησε την επόμενα χρονιά...

Παρά το γεγονός ότι... χαζέψαμε με όσα είδαμε στην πρώτη μας επαφή με την Amiga 1000. η αλήθεια είναι ότι ο υπολογιστής αυτός δεν απασχόλησε τα εφηβικά μυαλά μας για πολύ καιρό μετά: ήταν τόσο ακριβός που γνωρίζαμε ότι πρόκειται για κάτι που δεν προορίζεται για εμάς, οπότε γιατί να μας νοιάζει; Βασικά δεν φαινόταν να προορίζεται για κανέναν απολύτως, εδώ που τα λέμε. Ποιος θα έδινε κοντά στο ένα εκατομμύριο δραχμές για να παίζει παιχνίδια με καλύτερα γραφικά; Και πλούσιος να ήταν κάποιος το πιθανότερο θα ήταν να ξόδευε τα χρήματά του σε κάποιο άλλο... βίτσιο. Τι, χάθηκαν τα αυτοκίνητα, οι γυναίκες, ο τζόγος και τα ξενύχτια;

Από εκεί και πέρα, καθώς περνούσε ο καιρός, οι επαφές μου με την Amiga δεν αυξάνονταν όπως ίσως να πίστευε κάποιος, αλλά αντίθετα, ελαττώνονταν. Από τη μία η Α1000 δεν ήταν το μηχάνημα που θα συναντούσες στα computer shops της εποχής, αφού η πραμάτια των τελευταίων απευθυνόταν βασικά στον μέσο home user. Από την άλλη και εγώ ο ίδιος, όταν αποφάσισα το επόμενο έτος να καβαλήσω το τρένο των 16bits, επέλεξα τον πολύ πιο προσιτό και "τίμιο" Atari ST, και αυτόν βέβαια με την αμέριστη οικονομική συμπαράσταση των γονιών μου. Όταν λέω ότι οι υπολογιστές αυτοί ήταν πανάκριβοι εκείνα τα χρόνια, το εννοώ: μπορεί ο (φτηνός) Atari ST μαζί με μονόχρωμη οθόνη να κόστιζε 6-7 βασικούς μισθούς, ενώ την ίδιο καιρό η Amiga να χρειαζόταν 12 από δαύτους (και χωρίς οθόνη). Γενικώς, όποιος ήθελε να αποκτήσει ένα all around computer σε λογική τιμή τον καιρό εκείνο θεωρώ ότι δεν θα έπρεπε να κοιτάξει αλλού πέρα από τον Amstrad CPC 6128. Δεν είναι περίεργο ότι το μηχάνημα αυτό αγαπήθηκε τόσο πολύ - και πουλήθηκε αντίστοιχα - στη χώρα μας: στον λόγο αξίας προς τιμή ήταν με διαφορά το απόλυτο πακέτο...

Πίσω σε μένα όμως, και στη σχέση μου με την Amiga. Μέχρι και τη δύση σχεδόν του 1987, η όλη πλατφόρμα για εμένα ήταν οι στιγμές στην έκθεση της Memox, κάποια άρθρα στο Pixel και το special review του Defender of the Crown. Ούτε πολυακουγόταν η Amiga ούτε την πολυσυναντούσα, παρά το γεγονός ότι κάθε Σάββατο, παραδοσιακά, περνούσα όλο μου το πρωινό στην ελληνική Silicon Valley, ήτοι την οδό Στουρνάρη, τη Μπόταση, τη Σολωμού και τα τριγύρω στενά. Ώσπου, κάποια στιγμή, οι άνθρωποι της "μαμάς" Commodore πήραν την απόφαση που έσωσε την πλατφόρμα, αλλά και την ίδια την εταιρία, με την κατάργηση της Amiga 1000 και την κυκλοφορία των A2000 και A500. Ειδικά η έλευση της τελευταίας σήμαινε ότι η "διαστημική" αυτή τεχνολογία ήταν πλέον προσιτή. Όχι στον καθένα, αλλά τέλος πάντων σε όποιον ήταν διατεθειμένος να ξοδέψει κάποιο σοβαρό χρηματικό ποσό για την αγορά υπολογιστή χωρίς ταυτόχρονα να αλλάξει... οικονομική τάξη.

Η κυκλοφορία της Amiga 500 άλλαξε τα πάντα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Πλέον, ο υπολογιστής άρχισε να κοσμεί τις βιτρίνες των καταστημάτων, ενώ ταυτόχρονα τα software houses ξεκίνησαν να βγάζουν εκδόσεις των νέων παιχνιδιών και για την 500άρα (συνήθως τσαπατσούλικες μεταφορές από τις αντίστοιχες εκδόσεις του Atari ST). Σύντομα μάλιστα αρχίσαμε να βλέπουμε στα ενδότερα των computer shops Amigas με 2ο (και 3ο και 4ο, ενίοτε) floppy disk drive και το... killer app που ονομαζόταν X-Copy. Σιγά-σιγά, ενώ ξεκίνησε από την πλήρη ανυπαρξία, η Amiga άρχισε να μπαίνει - αν όχι στις ζωές μας - στο οπτικό μας πεδίο. Ταυτόχρονα βέβαια ο Atari ST είχε ξεφύγει από τα στενά όρια του "επαγγελματικού" με τη μονόχρωμη οθόνη υψηλής ανάλυσης, και εμφανιζόταν κι αυτός όλο και συχνότερα με τα εντυπωσιακά, πολύχρωμα παιχνίδια του. Η εποχή των 16bits ήταν πια εδώ!

Τον Σεπτέμβριο του 1989 ξεκίνησα την dream job όπως την είχα στο μυαλό μου εκείνη την εποχή, δηλαδή την εργασία ως υπάλληλος σε computer shop στη Στουρνάρη. Πλέον μπορούσα να χρησιμοποιώ όποιο μηχάνημα ήθελα, να αντιγράφω όποιο πρόγραμμα γούσταρα, να το παίζω έξυπνος και γκουρού στους πελάτες, να αγοράζω προϊόντα πληροφορικής σε τιμές χονδρικής και, το κυριότερο, να πληρώνομαι κι από πάνω για όλα αυτά. Για έναν 18χρονο κομπιουτερά ήταν η απόλυτη ουτοπία. Για εμένα, συν τοις άλλοις, ήταν και η ευκαιρία να γνωρίσω up close and personal την Αυτού Μεγαλειότητα, την Amiga 500.

Οι πρώτες μου εντυπώσεις ήταν ανάμεικτες και οι συγκρίσεις με τον Atari ST αναπόφευκτες. Η Amiga έδειχνε να υπερτερεί σαφέστατα στον ηχητικό τομέα, ενώ στα γραφικά σου δημιουργούσε την υποψία ότι ήταν πάνω-κάτω στα επίπεδα του ST, απλά, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο, όλα σχεδόν τα προγράμματα είχαν γραφικά. Αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα από τις εφαρμογές αντιγραφής δισκετών, δεν υπάρχει: από τη μία το λιτό FaSTcopy και το - πιο Δωρικό πεθαίνεις - ProCopy, και από την άλλη το X-Copy. Γιατί να βάλεις χρώματα και γραφικά σε ένα πρόγραμμα αντιγραφής δισκετών; Και, από την άλλη, γιατί όχι;

Ένα άλλο γεγονός που με παραξένεψε ήταν η διαφορά στα ντεσιμπέλ των floppy disk drives. Σε αυτό του Atari γινόταν αισθητή η λειτουργία του - τουλάχιστον έτσι πίστευα, μέχρι που ήρθα αντιμέτωπος με το αντίστοιχο της 500άρας. Στην αρχή νόμιζα ότι το συγκεκριμένο είχε κάποιο πρόβλημα, αλλά στη συνέχεια κατέστη σαφές ότι όσο αθόρυβο είναι το floppy του ST, άλλο τόσο θορυβώδες είναι αυτό της Amiga. Μικρό το κακό πάντως, και σίγουρα μικρότερο από...

...την σταθερότητα. Ή, πιο σωστά, την έλλειψη αυτής. Στη διάρκεια της τριετίας που είχε μεσολαβήσει με τον Atari ST ως βασικό μου υπολογιστή θα ήμουν ψεύτης εάν υποστήριζα ότι δεν τις είχα δει τις... μπομπίτσες μου. Όχι με καμία ενοχλητική συχνότητα, αλλά σίγουρα δεν ήταν και κάτι το άγνωστο. Η Amiga όμως, ήταν το κάτι άλλο, με τα Guru Meditation να "σκάνε" με συχνότητα που θα την έλεγες και ανησυχητική. Το να πω ότι μέσα σε μία εβδομάδα χρήσης της Amiga το μηχάνημα κρέμασε τόσες φορές όσες ο ST μέσα σε 3 χρόνια ίσως να ακούγεται υπερβολικό, αλλά κάπου εκεί βρισκόταν η αναλογία. Τι να πω, ότι έφταιγαν οι αντιγραμμένες δισκέτες; Μπορεί, αλλά και στον Atari δεν θα έλεγε κανείς ότι δουλεύαμε με πρωτότυπο software, έτσι δεν είναι;

Αυτό όμως που μου προκάλεσε τις πλέον αντικρουόμενες εντυπώσεις, ήταν το Workbench. Έχοντας συνηθίσει την απλότητα και τη λειτουργικότητα του GEM, το GUI της Amiga μου έκανε απανωτά... σκωτσέζικα ντους. Να ξεκινάει και να φορτώνεται από command line. Να έχει παραμετροποιήσιμα χρώματα, μεγέθη χαρακτήρων, γραμματοσειρές και πολλά ακόμη, αλλά να μη σου δίνει τη δυνατότητα να αντιγράψεις ένα αρχείο καλά-καλά. Να βλέπεις ανά πάσα στιγμή την ελεύθερη μνήμη, αλλά να μη μπορείς να δεις τα αρχεία που δεν είχαν εικονίδιο! Να έχει multitasking χαρακτηριστικά, αλλά να μη μπορείς να βάλεις σε μία τάξη τα εικονίδια αφού δεν είχαν όλα το ίδιο μέγεθος. Να σου παρέχει πρόγραμμα που κάνει τον υπολογιστή να μιλάει, αλλά ταυτόχρονα να καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε σχεδόν εργασία που είχε να κάνει με αρχεία εάν δεν διέθετες 2ο floppy disk drive. Συνολικά, η αίσθηση που αποκόμισα τότε και η άποψη που μου δημιουργήθηκε και την ασπάζομαι ακόμα είναι ότι το Workbench 1.x είχε αρκετά "θεματάκια" και μάλιστα σε τομείς σημαντικούς, σε βαθμό που να μη μου έρχεται στο μυαλό άλλο λειτουργικό για υπολογιστή με floppy drive που να είναι συνολικά χειρότερο. Ακόμα και με τις πλέον user unfriendly εντολές της ιστορίας (Commodore BASIC v.2.0) τελικά την έκανες τη δουλίτσα σου. Στην Amiga; Αν δεν κατέφευγες σε ένα συνδυασμό CLI με αντιγραφή των βασικών εντολών σε RAM disk ή δεν είχες 2 floppy disk drives, ήσουν, απλά, καταδικασμένος. Φυσικά, μην κοροϊδευόμαστε, οι 9 στους 10 που ερχόντουσαν στο μαγαζί για να αγοράσουν Amiga δεν ενδιαφερόντουσαν για τέτοια πράγματα: απλά να τους γράψεις το Kick Off ζητούσαν, κι ας μην τους έδινες ποτέ τις δισκέτες του Workbench...

Καταλαβαίνετε λοιπόν από όλα τα παραπάνω ότι ναι μεν είχε στοιχεία η Amiga που συνέχιζαν να με εντυπωσιάζουν παρά το γεγονός ότι ήμουν κάτοχος ST που ήταν αντίστοιχου βεληνεκούς και δυνατοτήτων μηχάνημα, αλλά ακόμα δεν είχα δει κάτι που να με κάνει να πω "αυτό δεν το κάνει ο Atari". Κι όχι μόνο αυτό, κάπου εκεί, στις πρώτες μέρες του Οκτώβρη του '89, έφτασε και το Xenon 2!

Το space shoot 'em up των Bitmap Brothers, με υπότιτλο "The Megablast" από το ομώνυμο μουσικό θέμα των Bomb the Bass που έντυνε ηχητικά το παιχνίδι, κυκλοφόρησε στον Atari ST 2-3 εβδομάδες πριν κάνει την εμφάνισή της η έκδοση για Amiga. Ε, για τις μέρες αυτές, οι Atarάκηδες ήταν οι βασιλιάδες του κόσμου! Ποιο shoot 'em up της Amiga μέχρι τότε είχε καλύτερα γραφικά από το Xenon 2 του ST; Κανένα! Ποιο θύμιζε περισσότερο παιχνίδι από τα "ουφάδικα"; Και πάλι κανένα. Μήπως υπήρχε κάποιο με ανώτερο soundtrack από το (στην εισαγωγή) sampled Megablast; Nope! Δεν θα ισχυριστεί κάποιος ότι δεν μπορούσες να δεις εξαιρετικά γραφικά στην Amiga, να ακούσεις απίστευτο ήχο ή να παίξεις εντυπωσιακά παιχνίδια (μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για το δεύτερο μισό του 1989). Αλλά και όλα μαζί αν τα έβαζες απέναντι στον ST να παίζει το Xenon 2, ε, κι ο RJ Mical να ήσουν δεν θα μπορούσες να πεις "Amiga, δαγκωτό". Όμως οι 2-3 αυτές εβδομάδες που σας έγραψα παραπάνω πέρασαν, και τελικά έφτασε και η έκδοση του παιχνιδιού για την Amiga. Damn!

Μη φανταστείτε τρελές διαφορές: απλά το Xenon 2 στην Amiga είχε πολύ καλύτερο ήχο. Είτε στο samplαρισμένο κομμάτι όπου πλέον μπορούσες να ακούσεις και... μπάσα, είτε στη συνέχεια που έκανε τη δουλειά αποκλειστικά το soundchip, η διαφορά ήταν πολύ μεγάλη υπέρ της Amiga. Και, δυστυχώς για εμάς τους ST users, τα άσχημα μόλις είχαν ξεκινήσει...

Την επόμενη εβδομάδα μετά το Xenon 2 ήρθε στα χέρια μας το Battle Squadron. Εκείνο τον καιρό μάλλον πέρασε στο ντούκου, καθώς περισσότερη πέραση έδειχνε να έχει ο πρόγονός του, το Hybris, με το υπέροχο soundtrack και τις αρκετές ιδιαιτερότητες στο gameplay. Παρόλα αυτά, για εμένα προσωπικά το "Battle Squadron effect" ήταν κάτι που δεν μπόρεσα να ξεπεράσω - όχι τότε, αλλά ακόμα και σήμερα, 36 χρόνια αργότερα. Άφηνα αρχικά το παιχνίδι να παίζει μόνο του, απλά για να το βλέπω. Τέτοια ομαλότητα με τόσα διαστημοπλοιάκια ταυτόχρονα στην οθόνη, μόνο στα arcades την είχα δει. Αλλά και τα γραφικά ήταν απίστευτα, και όχι μόνο: το soundtrack ήταν τόσο καλό, που μονάχα με αυτό του Hybris μπορούσε να συγκριθεί. Και σκεφτείτε ότι ακόμα δεν έχω αναφερθεί στο gameplay!

Τα χτυπήματα όμως για όσους αμφισβητούσαν την ανωτερότητα της Amiga στον gaming τομέα ήταν πλέον απανωτά. Πριν προλάβω να εξαφανίσω τις κόπιες του Battle Squadron από την κοινή θέα, παραλάβαμε μια νέα φουρνιά από imports. Το πρώτο που δοκίμασα ήταν ένα παιχνίδι της Reflections, που κυκλοφόρησε από την Psygnosis. Το όνομα αυτού: Shadow of the Beast. Πείτε για tech demo, πείτε για unplayable παιχνίδι, πείτε ό,τι θέλετε. Αν όμως πείτε ότι την πρώτη φορά που είδατε (και ακούσατε) το Shadow of the Beast δεν μείνατε με το στόμα ανοιχτό, τότε θα λέτε ψέματα. Κι αν ανήκεις στο αντίπαλο στρατόπεδο άντε τώρα να εξηγήσεις στον άλλο για ταχύτερο filesystem, για disk format συμβατό με των PCs, για εσωτερικές εντολές COPY, MOVE κλπ: "ρε, Shadow of the Beast, ρεεε!" θα σου απαντήσει και παίζει να έχει και δίκιο!

Αν όμως νομίζετε ότι στο σημείο εκείνο έγινα ρίψασπις και μετακινήθηκα στην πλευρά των Αμιγκάδων, απατάστε οικτρά! Το αντίθετο μάλιστα, γύρισα την πλάτη μου σιγά-σιγά στα video games (στα arcades, τουλάχιστον) και εισχώρησα στο μοναδικό στρατόπεδο της εποχής που ακόμα οριζόταν από τους κομπιουτεράδες και όχι τους gamers: enter PC & compatibles!

Δεν την μετάνιωσα την επιλογή μου, να σας πω την αλήθεια. Για κάποιον που είχε ξεκινήσει από τα 8μπιτα, τα PCs ήταν πολύ περισσότερο hobby computing από την Amiga και τον ST που ναι μεν μπορούσαν να κάνουν τα πάντα, αλλά σχεδόν όλοι τους αγόραζαν για τα παιχνίδια. Εννοείται βέβαια ότι αφενός η Amiga δεν έπαψε ποτέ να με εντυπωσιάζει και ότι, αφετέρου, θα έφτανε αργά ή γρήγορα και το πλήρωμα του χρόνου για να την αποκτήσω. Fast forward στον Απρίλιο του 1993, όταν και, λίγο πριν την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, αγόρασα (με συναλλαγματικές, παρακαλώ) μία Amiga 500 Plus η οποία, προς μεγάλη μου έκπληξη, διέθετε πια μια έκδοση του Workbench (2.x) που απείχε παρασάγγας από εκείνο το GUI-ανέκδοτο που είχα πρωτοδεί το '89 και το οποίο χαντάκωνε την πλατφόρμα μέχρι και τις αρχές των 90s. Θυμάμαι ότι με είχε πραγματικά συγκλονίσει το γεγονός της διαπίστωσης του πόσο πλήρες και πόσο λειτουργικό ήταν το Workbench της Α500 Plus: την Amiga την είχα δει για πρώτη φορά 8 χρόνια πριν, αλλά έπρεπε να περάσει όλος αυτός ο καιρός για να φανεί και ο υπολογιστής πίσω από το προσωπείο της παιχνιδομηχανής. Πλέον, ακόμα και στα δικά μου, δύσπιστα μάτια, η Amiga συνδύαζε τα πάντα: καλά γραφικά, ασύλληπτο animation, out of this world ήχος, εξαιρετικό και πρωτοποριακό GUI, και όλα αυτά σε μία τιμή πλέον πραγματικά προσιτή σχεδόν στον καθένα. Ίσως όμως να άργησαν κάπως όλα αυτά, γιατί έναν ακριβώς χρόνο αργότερα η Commodore θα κατέβαζε οριστικά τα ρολά βάζοντας άδοξο τέλος όχι μονάχα στην Amiga, αλλά και στον 64άρη και σε ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του home computing. Ίσως πάλι να μη μπορούσε έτσι κι αλλιώς να γίνει τίποτα και όσο ολοκληρωμένη και προηγμένη κι αν ήταν η πλατφόρμα της Amiga να επικρατούσαν τα PCs, ως συνέχεια της παγκόσμιας κυριαρχίας τους στον τομέα του personal/business computing. Δεν θα το μάθουμε ποτέ...