Είναι Νοέμβριος του 1989. Έχει ήδη αρχίσει να χειμωνιάζει και ο όγκος των μαθημάτων της Β' λυκείου δεν βοηθάει να φτιάξει η διάθεση. Ευτυχώς είναι ήδη Πέμπτη, οπότε έχουμε "μία και σήμερα" για το Σάββατο. Το οποίο ναι, είναι μια ιδιαίτερη μέρα.
Καθώς η καθηγήτρια εξηγεί την κλίση κάποιου ανώμαλου ρήματος στα αρχαία (αχ, ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης) κοιτάζεις αφηρημένα έξω από το παράθυρο και φέρνεις στο μυαλό σου την Σαββατιάτικη ιεροτελεστία: πρωινό ξύπνημα - εθελοντικά αυτή τη φορά, όχι με το ζόρι για το σχολείο -, ένα ποτήρι γάλα στα γρήγορα, ό,τι λιγοστά χρήματα έχεις στην τσέπη και βουρ για τη στάση του τρόλεϊ στην Ευτυχίδου, να χωθείς στο 2 ή στο 11 που πάνε κέντρο. Το πλέον αργό και άκυρο στη σύλληψή του μέσο μαζικής μεταφοράς σέρνεται, αγκομαχά, αλλά κάποτε φτάνει στην Πανεπιστημίου όπου και κατεβαίνεις στο Rex. Τσεκάρεις στο μεγάλο περίπτερο τα ξένα περιοδικά για υπολογιστές και υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι αν σου περισσέψουν χρήματα θα επιστρέψεις για να τα "επενδύσεις" στο τελευταίο τεύχος του Computer+Video Games. "Ανεβαίνεις" την Εμμανουήλ Μπενάκη και στρίβεις αριστερά στη γωνία με την Κωλέττη, στο κτίριο που μέχρι πριν από 3 χρόνια στεγαζόταν το Computer Club. Φτάνοντας στη Μπόταση κάνεις δεξιά και νιώθεις την ανάσα σου να κόβεται και το στήθος σου να ανεβοκατεβαίνει όλο και πιο γρήγορα από την προσμονή, καθώς φτάνεις στη Σολωμού. Ο επόμενος παράλληλος είναι η "Στουρνάρα" (Στουρνάρη, κανονικά). Είσαι στο επίκεντρο της ελληνικής Silicon Valley που σφύζει από ζωή, εκεί που όλα συμβαίνουν. Στα αριστερά σου το Computer Market, διαγώνια ο Εγκέφαλος, απέναντί του ο Thomas Soft, στην ευθεία αριστερά το Σύμπαν Computers (στο οποίο εργάζεται και ο γράφων, αυτόν τον καιρό) και πάλι διαγώνια προς τα Εξάρχεια, το Πλαίσιο με τα φτηνά PCs που ουδόλως σε ενδιαφέρουν.
Αναρωτιέσαι πού να πρωτοπάς να τσεκάρεις τι καινούριο ήρθε. Κάποιος σου πέταξε κάτι για κάποιο "Beast" με φανταστικά γραφικά, αλλά εσύ θες επιτέλους να βρεις την ευκαιρία να γράψεις το Beach Volley και το Super Hang-On που τα ζαχαρώνεις εδώ και βδομάδες. Ή το Silk Worm, τι παιχνιδάρα! Ευτυχώς το Kick Off που πήρες το καλοκαίρι σε έχει αποζημιώσει και με το παραπάνω - κι ας παραπονιούνται οι φίλοι σου όταν παίζετε διπλό ότι είναι άδικο να έχεις εσύ το Tomahawk και αυτοί το Quickshot 2.
"Δεν έχει σημασία", σκέφτεσαι. Η σκέψη της στο γραφείο σου να σε περιμένει να δοκιμάσεις τα καινούρια παιχνίδια με το drive της να γουργουρίζει φορτώνοντας και την καταπληκτική μουσική να ξεχύνεται από τα ηχεία του 1084 κάνει την καρδιά σου να σκιρτάει. Καλός ήταν και ο Amstrad που είχες πριν, αλλά η Amiga 500 είναι το κάτι άλλο, πώς να το κάνουμε;
Αν όλα τα παραπάνω έχουν ομοιότητες και με τις δικές σας μνήμες, το ξέρετε, δεν είστε οι μόνοι. Μπορεί κάποιοι να μην κατέβαιναν στο κέντρο αλλά να πήγαιναν στα μαγαζιά της γειτονιάς τους, μπορεί άλλοι να μην είχαν φτάσει ακόμα στο λύκειο ή να μην είχαν 1084, αλλά όλα αυτά είναι λεπτομέρειες. Η φάση με την Amiga εκείνη την εποχή ήταν πάνω-κάτω η ίδια ανεξαρτήτως γεωγραφικής τοποθεσίας και ταχυδρομικού κώδικα. Προσωπικά εκείνα τα χρόνια δεν είχα Amiga, αλλά εργαζόμενος σε computer shop στη Στουρνάρη με κύριο αντικείμενο απασχόλησης την αντιγραφή δισκετών για Amiga και Atari ST ήταν σα να είχα. Δυστυχώς μετά από λίγο καιρό αποφάσισα να αλλάξω δουλειά και να ασχοληθώ με τα PCs. Και γράφω "δυστυχώς" διότι απομακρύνθηκα από τη gaming σκηνή και έχασα πολλά... επεισόδια μέχρι το 1993, όταν και απέκτησα μία Amiga 500 Plus.
Σε μια προσπάθεια λοιπόν να ζήσω - έστω και ετεροχρονισμένα - την εμπειρία του να κάθομαι και να δοκιμάζω όποτε έχω τη διάθεση 2-3 "καινούρια" παιχνίδια (ήτοι τίτλους που δεν είχα παίξει στον καιρό τους) αποφάσισα να στήσω το πιο απλό setup: μία Amiga 500 με την απαραίτητη επέκταση μνήμης των 512ΚΒ, ένα μεταλλικό joystick, μία μικρή CRT τηλεόραση και ένα floppy disk drive emulator εφοδιασμένο με μερικές εκατοντάδες προσεκτικά επιλεγμένα .ADF αρχεία, με τα παιχνίδια που με ενδιέφερε να δοκιμάσω. Ο λόγος που προτίμησα το floppy emulator αντί ενός πραγματικού disk drive είναι προφανής: ποιος κάθεται να γράψει 200-300 δισκέτες εν έτει 2022; Πλάκα κάνουμε; Ωραία η φάση, δε λέω, αλλά τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια κάποια πράγματα - ειδικά τα χρονοβόρα - καλό είναι να αποφεύγονται. Επίσης απέφυγα την (ήδη έτοιμη στην 1200άρα μου) λύση του WHDLoad γιατί επιζητούσα μια εμπειρία όσο δυνατόν πλησιέστερη στην αυθεντική, με τις (virtual) αλλαγές δισκετών, τα cracktros, ξέρετε τώρα...
Αντί του δημοφιλούς Gotek αποφάσισα για μία ακόμα φορά μετά από χρόνια να επιλέξω την εξαιρετική λύση του AmiPi drive που κατασκευάζει ο καλός μου φίλος Δημήτρης (MasterGR). Πέραν του ότι το κόστος των δύο συσκευών είναι παρόμοιο, το AmiPi drive έχει μια σειρά από πλεονεκτήματα που δεν ήταν δυνατόν να με αφήσουν αδιάφορο. Θα απαριθμήσω μερικά που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό:
- Δεν χρειάζεται "μακέλεμα" της Amiga καθώς εγκαθίσταται ακριβώς στη θέση του disk drive, χρησιμοποιώντας μέχρι και τις ίδιες βίδες, ενώ τα κουμπιά του και η υποδοχή για την SD κάρτα είναι προσβάσιμα από τις ήδη έτοιμες οπές του case που έμπαινε η δισκέτα και βρισκόταν το eject button.
- Δεν χρειάζεται οθόνη κανενός τύπου, καθώς το AmiPi drive διαθέτει ένα ιδιαιτέρως εύχρηστο, καλαίσθητο και απλό user interface που εμφανίζεται όταν ανάβουμε την Amiga.
- Μια και πρόκειται για εξομοιωτή η ταχύτητα ανάγνωσης είναι ακριβώς η ίδια με την αντίστοιχη ενός πραγματικού floppy disk drive, προσθέτοντας πόντους στη συνολική εμπειρία.
- Απ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω τρέχει τα πάντα και δεν έχει το παραμικρό θέμα ασυμβατότητας.
- Εξομοιώνει μέχρι και 2 floppy disk drives ταυτόχρονα στην έκδοσή του που τοποθετείται εσωτερικά και μέχρι και 4 στην αντίστοιχη εξωτερική.
- Επιτρέπει τη μεταβολή (εγγραφή) και αποθήκευση των disk image αρχείων. Δηλαδή αν κάποιος παίζει π.χ. ένα adventure game και θέλει να αποθηκεύσει την πρόοδό του σε μία κενή virtual δισκέτα μπορεί να το κάνει πανεύκολα. Όπως και το να γράψει, διαγράψει ή μεταβάλλει αρχεία.
- Μπορεί να λειτουργήσει ως df0: ή df1:.
- Είναι συμβατό με οποιαδήποτε Amiga και με οποιοδήποτε Kickstart από το 1.2 μέχρι και το 3.1 ενώ λογικά δεν θα έχει το παραμικρό πρόβλημα και με τα νεότερα 3.1.4 και 3.2, απλά δεν το έχω δοκιμάσει.
Ξεκίνησα λοιπόν με αυτό το setup να ξαναζώ μέρες... 1989, απολαμβάνοντας κάθε φορά που είχα διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο μερικά παιχνίδια που είτε δεν τα είχα παίξει ποτέ, είτε δεν τους είχα αφιερώσει τον απαιτούμενο χρόνο. Επειδή έχω και μια άλφα αδυναμία στον ήχο της Amiga συνέδεσα και τον υπολογιστή με το στερεοφωνικό και πλέον χαίρομαι τις υπέροχες μουσικές της σε εντάσεις που ίσως και να με καθιστούν αντιπαθή στους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας (ποτέ όμως σε ώρες κοινής ησυχίας).
Διαπίστωσα με τα παραπάνω πως όσο και χρηστική αν είναι η λύση της 1200άρας με το WHDLoad, η 500άρα με το AmiPi drive έχει άλλη γλύκα. Καλά, γενικώς η 500άρα έχει άλλη γλύκα, όπως και οι CRT οθόνες, άλλωστε. Το αστείο είναι ότι καθώς η 1200άρα μου με τον 68030, τα 128MB μνήμης RAM, τον σκληρό δίσκο και το Plipbox (ε, ναι, θέλουμε και δίκτυο) είναι συνδεδεμένη σε LCD monitor, δίνει την αίσθηση... emulator συγκριτικά με την 500άρα με το AmiPi drive και την CRT τηλεόραση. Νομίζω ότι τελικά για λόγους ευκολίας - και χώρου - κάποιες φορές κάνουμε κάποιες επιλογές που αφαιρούν πολύτιμους πόντους από την retro εμπειρία μας και μειώνουν δραστικά τον δείκτη της απόλαυσης. Οπότε, αν θέλετε τη γνώμη μου, προτείνω 500άρα, floppy emulator και CRT οθόνη. Αν έχετε στη διάθεσή και πραγματικές δισκέτες και την υπομονή και τον τρόπο να γράφετε καινούριες τότε ακόμα καλύτερα, δεν το συζητώ...
Όπως θα έλεγε και μία ψυχή "Amiga, ουίσκι και Iron Maiden δίσκοι". Μόνο αυτό, τίποτ' άλλο!
Αν σας ενδιαφέρει να διαβάσετε την ανάρτησή μου για την πρώτη μου επαφή με το AmiPi drive μπορείτε να την βρείτε εδώ.